- κυκλοπόρος
- κυκλο-πόρος, ον,A moving in a circle,
βία Heraclit.All.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βία Heraclit.All.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυκλοπόρος — κυκλοπόρος, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. αερο πόρος, οδοι πόρος)] … Dictionary of Greek
κυκλοπόρος — moving in a circle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοπορώ — κυκλοπορῶ, έω (Α) [κυκλοπόρος] ακολουθώ κυκλική κατεύθυνση … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek